- μιαίνων
- μιαίνωstainpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… … Dictionary of Greek
λαοδάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, νικητής στους αγώνες πυγμαχίας που έγιναν για να τιμηθεί ο Οδυσσέας. 2. Γιος του Αντήνορα, ήρωας των Τρώων, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα στη μάχη που δόθηκε κοντά στα πλοία … Dictionary of Greek